- χαμέρπεια
- η, Ν [χαμερπής]1. η ιδιότητα τού χαμερπούς, ποταπότητα2. πράξη χαμερπής, ευτελής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσγένεια — δυσγένεια, η (Α) 1. άσημη καταγωγή, από ταπεινό γένος («τὴν δυσγένειαν τὴν ἐμὴν αἰσχύνεται», Σοφ.) 2. έλλειψη γενναιοφροσύνης, ποταπότητα, χαμέρπεια … Dictionary of Greek
θητεία — η [θητεύω] (Α θητεία) 1. η υπηρεσία τών κληρωτών στον στρατό, η στρατιωτική θητεία, το στρατιωτικό 2. το χρονικό διάστημα τής υπηρεσίας τού κληρωτού 3. οποιαδήποτε υπηρεσία που εκτελείται σε ορισμένο χρονικό διάστημα («η θητεία τού προέδρου τής… … Dictionary of Greek
κατάπτωση — η (Α κατάπτωσις) [καταπίπτω] 1. πτώση προς τα κάτω, πέσιμο, γκρέμισμα 2. ιατρ. πλήρης ή σοβαρή απώλεια τών σωματικών δυνάμεων, εξάντληση 3. παρακμή, μαρασμός, ξεπεσμός νεοελλ. 1. εξασθένηση τών πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, κατάθλιψη, αθυμία… … Dictionary of Greek
προσαικάλλω — Α κολακεύω κάποιον με χαμέρπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αἰκάλλω «θωπεύω, κολακεύω»] … Dictionary of Greek
προστυχιά — η, Ν [πρόστυχος] 1. χυδαιότητα, ευτέλεια, χαμέρπεια 2. πρόστυχη πράξη («δεν μπορώ να ανεχθώ τις προστυχιές») … Dictionary of Greek
υποπεπτωκότως — Α επίρρ. με χαμηλό φρόνημα και, κατ επέκτ., με χαμέρπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποπεπτωκώς, ότος, μτχ. παρακμ. τού ρ. ὑποπίπτω «πέφτω, καταπέφτω» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek